- καλίκιοι
- καλίκιοι, οἱ, = Lat.A calcei, Plb.30.18.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλίκιοι — καλίκιοι, οἱ (Α) υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calcei (πληθ. τού calceus) < calx «φτέρνα»] … Dictionary of Greek
καλικίους — καλίκιοι calcei masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)